Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccusàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkuˈzato] 1 υπόδικος 2 κατηγορούμενος accusàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [akkuˈzato] εγκαλούμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |