Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acèfalo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈʧɛfalo]

ακέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acefalia acellulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accusato (ουσ αρσ )
accusato (επίθ.)
accusatore (ουσ αρσ )
accusatorio (επίθ.)
acefalia (θηλ.ουσ)
acefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
acellulare (επίθ.)
acerbamente (επίρ.)
acerbetto (επίθ.)
acerbezza (θηλ.ουσ)
acerbità (θηλ.ουσ)
acerbo (επίθ.)
acereta (θηλ.ουσ)
acero (ουσ αρσ )
acerrimo (επίθ.)
acescente (επίθ.)
acescenza (θηλ.ουσ)
acetabolo (ουσ αρσ )
acetaldeide (θηλ.ουσ)
acetale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---