Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acerbità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aʧerbiˈta]

1 σκληρότητα
2 πικρίλα
3 στυφάδα
4 ξινίλα
5 πικράδα
6 πίκρα
7 ανωριμότητα
8 απειρία
9 δριμύτητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acerbezza acerbo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acefalo (αρσ. επίθ και ουσ)
acellulare (επίθ.)
acerbamente (επίρ.)
acerbetto (επίθ.)
acerbezza (θηλ.ουσ)
acerbità (θηλ.ουσ)
acerbo (επίθ.)
acereta (θηλ.ουσ)
acero (ουσ αρσ )
acerrimo (επίθ.)
acescente (επίθ.)
acescenza (θηλ.ουσ)
acetabolo (ουσ αρσ )
acetaldeide (θηλ.ουσ)
acetale (ουσ αρσ )
acetammide (θηλ.ουσ)
acetato (ουσ αρσ )
acetico (επίθ.)
acetificare (ρ. μτβ.)
acetificatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---