Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acetàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aʧeˈtato]

1 άλας οξικού οξέος
2 ξιδάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acetammide acetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acescenza (θηλ.ουσ)
acetabolo (ουσ αρσ )
acetaldeide (θηλ.ουσ)
acetale (ουσ αρσ )
acetammide (θηλ.ουσ)
acetato (ουσ αρσ )
acetico (επίθ.)
acetificare (ρ. μτβ.)
acetificatore (ουσ αρσ )
acetificazione (θηλ.ουσ)
acetilazione (θηλ.ουσ)
acetilcellulosa (θηλ.ουσ)
acetile (ουσ αρσ )
acetilene (ουσ αρσ )
acetilenico (επίθ.)
acetilico (επίθ.)
acetilsalicilico (επίθ.)
aceto (ουσ αρσ )
acetobatterio (ουσ αρσ )
acetone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---