Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acetìlico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aʧeˈtiliko]

ακετυλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acetilenico acetilsalicilico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acetilazione (θηλ.ουσ)
acetilcellulosa (θηλ.ουσ)
acetile (ουσ αρσ )
acetilene (ουσ αρσ )
acetilenico (επίθ.)
acetilico (επίθ.)
acetilsalicilico (επίθ.)
aceto (ουσ αρσ )
acetobatterio (ουσ αρσ )
acetone (ουσ αρσ )
acetonemia (θηλ.ουσ)
acetonuria (θηλ.ουσ)
acetosa (θηλ.ουσ)
acetosella (θηλ.ουσ)
acetosità (θηλ.ουσ)
acetoso (επίθ.)
achenio (ουσ αρσ )
acheo (ουσ αρσ )
acheo (επίθ.)
acheronte (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---