Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


achènio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈkɛnjo]

αχαίνιο (καρπός περικαρπίου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acetoso acheo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acetonuria (θηλ.ουσ)
acetosa (θηλ.ουσ)
acetosella (θηλ.ουσ)
acetosità (θηλ.ουσ)
acetoso (επίθ.)
achenio (ουσ αρσ )
acheo (ουσ αρσ )
acheo (επίθ.)
acheronte (ουσ αρσ )
Achille (ουσ αρσ )
achillea (θηλ.ουσ)
aciclico (επίθ.)
acidificabile (επίθ.)
acidificante (αρσ. επίθ και ουσ)
acidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acidificazione (θηλ.ουσ)
acidimetria (θηλ.ουσ)
acidimetro (ουσ αρσ )
acidità (θηλ.ουσ)
acido (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---