Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàcido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈaʧido] 1 στυφάδα 2 οξύ 3 ξινίλα 4 πίκρα àcido επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈaʧido] ξινός, οξύς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |