Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aclassìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aklasˈsizmo]

αταξικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acinoso aclassista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acinesia (θηλ.ουσ)
acinetico (επίθ.)
aciniforme (επίθ.)
acino (ουσ αρσ )
acinoso (επίθ.)
aclassismo (ουσ αρσ )
aclassista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aclassistico (επίθ.)
acloridria (θηλ.ουσ)
acme (θηλ.ουσ)
acne (θηλ.ουσ)
aconfessionale (επίθ.)
aconfessionalità (θηλ.ουσ)
aconitina (θηλ.ουσ)
aconito (ουσ αρσ )
acoro (ουσ αρσ )
acotiledone (θηλ.ουσ)
acotiledone (επίθ.)
acqua (θηλ.ουσ)
acqua–acqua (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---