Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacotilèdone
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akotiˈlɛdone] 1 κρυπτόγαμο 2 ακοτυλήδονο acotilèdone επίθετο Προσφορά I.P.A.: [akotiˈlɛdone] 1 ακοτυλήδονος 2 κρυπτόγαμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |