Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àcoro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈakoro]

φυτό acorus calamus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aconito acotiledone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acne (θηλ.ουσ)
aconfessionale (επίθ.)
aconfessionalità (θηλ.ουσ)
aconitina (θηλ.ουσ)
aconito (ουσ αρσ )
acoro (ουσ αρσ )
acotiledone (θηλ.ουσ)
acotiledone (επίθ.)
acqua (θηλ.ουσ)
acqua–acqua (επίθ.)
acqua–aria (επίθ.)
acquaforte (θηλ.ουσ)
acquafortista (ουσ αρσ και θηλ.)
acquaio (ουσ αρσ )
acquaiolo (ουσ αρσ )
acquaiolo (επίθ.)
acquamarina (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
acquamorta (θηλ.ουσ)
acquanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
acquaplano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---