Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquamòrta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,akkwaˈmɔrta]

1 τέλμα
2 στάσιμα νερά
3 έλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquamarina acquanauta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquafortista (ουσ αρσ και θηλ.)
acquaio (ουσ αρσ )
acquaiolo (ουσ αρσ )
acquaiolo (επίθ.)
acquamarina (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
acquamorta (θηλ.ουσ)
acquanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
acquaplano (ουσ αρσ )
acquaragia (θηλ.ουσ)
acquario (ουσ αρσ )
acquartieramento (ουσ αρσ )
acquartierare (ρ. μτβ.)
acquartierarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquasanta (θηλ.ουσ)
acquasantiera (θηλ.ουσ)
acquata (θηλ.ουσ)
acqua–terra (επίθ.)
acquatico (αρσ. επίθ και ουσ)
acquattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquavite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---