Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkwaˈjɔlo]

1 νερουλάς
2 υδρόβιο
3 υδροδότης
4 νεροκουβαλητής

acquaiòlo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkwaˈjɔlo]

1 υδρόβιος
2 υδάτινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquaio acquamarina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acqua–acqua (επίθ.)
acqua–aria (επίθ.)
acquaforte (θηλ.ουσ)
acquafortista (ουσ αρσ και θηλ.)
acquaio (ουσ αρσ )
acquaiolo (ουσ αρσ )
acquaiolo (επίθ.)
acquamarina (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
acquamorta (θηλ.ουσ)
acquanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
acquaplano (ουσ αρσ )
acquaragia (θηλ.ουσ)
acquario (ουσ αρσ )
acquartieramento (ουσ αρσ )
acquartierare (ρ. μτβ.)
acquartierarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquasanta (θηλ.ουσ)
acquasantiera (θηλ.ουσ)
acquata (θηλ.ουσ)
acqua–terra (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---