Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquartieraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkwartjeraˈmento]

1 στρατοπέδευση
2 στρατωνισμός
3 κατάλυμα
4 καταυλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquario acquartierare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquamorta (θηλ.ουσ)
acquanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
acquaplano (ουσ αρσ )
acquaragia (θηλ.ουσ)
acquario (ουσ αρσ )
acquartieramento (ουσ αρσ )
acquartierare (ρ. μτβ.)
acquartierarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquasanta (θηλ.ουσ)
acquasantiera (θηλ.ουσ)
acquata (θηλ.ουσ)
acqua–terra (επίθ.)
acquatico (αρσ. επίθ και ουσ)
acquattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquavite (θηλ.ουσ)
acquazzone (ουσ αρσ )
acquedotto (ουσ αρσ )
acqueo (επίθ.)
acquerellare (ρ. μτβ.)
acquerellista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---