Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquedótto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkweˈdotto]

το υδραγωγείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquazzone acqueo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acqua–terra (επίθ.)
acquatico (αρσ. επίθ και ουσ)
acquattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquavite (θηλ.ουσ)
acquazzone (ουσ αρσ )
acquedotto (ουσ αρσ )
acqueo (επίθ.)
acquerellare (ρ. μτβ.)
acquerellista (ουσ αρσ και θηλ.)
acquerello (ουσ αρσ )
acquerugiola (θηλ.ουσ)
acquicoltura (θηλ.ουσ)
acquidoccio (ουσ αρσ )
acquiescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
acquiescenza (θηλ.ουσ)
acquietabile (επίθ.)
acquietamento (ουσ αρσ )
acquietare (ρ. μτβ.)
acquietarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---