Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacquidóccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkwiˈdotʧo] 1 χαντάκι 2 κύρια άρδευση 3 τάφρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |