Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquisìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkwiˈzire]

1 αποκομίζω
2 παίρνω
3 κέκτημαι
4 κτώμαι
5 αποκτώ
6 γίνομαι κάτοχος
7 προσκτώμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquirente acquisitivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquietamento (ουσ αρσ )
acquietare (ρ. μτβ.)
acquietarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acquifero (επίθ.)
acquirente (ουσ αρσ και θηλ.)
acquisire (ρ. μτβ.)
acquisitivo (επίθ.)
acquisito (επίθ.)
acquisitore (ουσ αρσ )
acquisitrice (θηλ.ουσ)
acquisizione (θηλ.ουσ)
acquistabile (επίθ.)
acquistare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acquisto (ουσ αρσ )
acquitrino (ουσ αρσ )
acquitrinoso (επίθ.)
acquolina (θηλ.ουσ)
acquosità (θηλ.ουσ)
acquoso (επίθ.)
acre (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---