Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acquitrìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkwiˈtrino]

1 βάλτος
2 έλος
3 τέλμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acquisto acquitrinoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acquisitrice (θηλ.ουσ)
acquisizione (θηλ.ουσ)
acquistabile (επίθ.)
acquistare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acquisto (ουσ αρσ )
acquitrino (ουσ αρσ )
acquitrinoso (επίθ.)
acquolina (θηλ.ουσ)
acquosità (θηλ.ουσ)
acquoso (επίθ.)
acre (επίθ.)
acredine (θηλ.ουσ)
acremente (επίρ.)
acridina (θηλ.ουσ)
acrilato (ουσ αρσ )
acrile (ουσ αρσ )
acrilico (αρσ. επίθ και ουσ)
acrimonia (θηλ.ουσ)
acrimonioso (επίθ.)
acritico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---