Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacquitrìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkwiˈtrino] 1 βάλτος 2 έλος 3 τέλμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |