Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacreménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [akreˈmente] 1 πικρά 2 πικρόχολα 3 σκληρά 4 με οξύτητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |