Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacrobatìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akrobaˈtizmo] 1 ακροβατισμοί 2 ακροβατικά 3 ακροβασίες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |