Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


acuminàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akumiˈnato]

1 ακονισμένος
2 μυτερός
3 οξύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  acuminare acustica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acrostico (ουσ αρσ )
acuire (ρ. μτβ.)
aculeo (ουσ αρσ )
acume (ουσ αρσ )
acuminare (ρ. μτβ.)
acuminato (επίθ.)
acustica (θηλ.ουσ)
acustico (αρσ. επίθ και ουσ)
acustoelettronica (θηλ.ουσ)
acutamente (επίρ.)
acutangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
acutanza (θηλ.ουσ)
acutizzare (ρ. μτβ.)
acutizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
acuto (ουσ αρσ )
acuto (επίθ.)
adacquamento (ουσ αρσ )
adacquare (ρ. μτβ.)
adacquatura (θηλ.ουσ)
adagetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---