Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόacùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈkuto] υψηλή νότα (μουσική) acùto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aˈkuto] 1 (accento, angolo) οξύς 2 (voce) διαπεραστικός (-ή, -ό) 3 (vista) καλός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |