Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adàgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈdaʤo]

1 παροιμία
2 ρητό
3 απόφθεγμα
4 γνωμικό

adàgio  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [aˈdaʤo]

αργά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adagino adamante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adacquatura (θηλ.ουσ)
adagetto (ουσ αρσ )
adagiare (ρ. μτβ.)
adagiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adagino (επίρ.)
adagio (ουσ αρσ )
adagio (επίρ.)
adamante (ουσ αρσ )
adamantino (επίθ.)
adamitico (επίθ.)
Adamo (ουσ αρσ )
adattabile (επίθ.)
adattabilità (θηλ.ουσ)
adattamente (επίρ.)
adattamento (ουσ αρσ )
adattare (ρ. μτβ.)
adattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adattativo (επίθ.)
adattatore (ουσ αρσ )
adattazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---