Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadàgio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈdaʤo] 1 παροιμία 2 ρητό 3 απόφθεγμα 4 γνωμικό adàgio επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [aˈdaʤo] αργά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |