Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adattaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adattaˈmento]

1 σε φόρμα
2 βολικότητα
3 εφαρμογή
4 φόρμα
5 εγκαρτέρηση
6 παραίτηση
7 υποταγή
8 εναρμόνιση
9 εγκλιματισμός
10 προσαρμογή
11 εξοικείωση
12 καταλληλότητα
13 τακτοποίηση
14 διευθέτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adattamente adattare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adamitico (επίθ.)
Adamo (ουσ αρσ )
adattabile (επίθ.)
adattabilità (θηλ.ουσ)
adattamente (επίρ.)
adattamento (ουσ αρσ )
adattare (ρ. μτβ.)
adattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adattativo (επίθ.)
adattatore (ουσ αρσ )
adattazione (θηλ.ουσ)
adatto (επίθ.)
addebitabile (επίθ.)
addebitare (ρ. μτβ.)
addebito (ουσ αρσ )
addendo (ουσ αρσ )
addensamento (ουσ αρσ )
addensante (αρσ. επίθ και ουσ)
addensare (ρ. μτβ.)
addensarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---