ItalianoGreco


addensàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [addenˈsare]

1 συμπυκνώνω
2 επισωρεύομαι
3 επισωρεύω
4 πυκνώνω
5 χοντραίνω
6 παχαίνω

addensàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [addenˈsarsi]

1 μεγαλώνω
2 συνωστίζομαι
3 γίνομαι πιο ογκώδης
4 πυκνώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---