Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddentatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [addentaˈtura] 1 άρπαγμα 2 κράτημα με τα δόντια 3 σφίξιμο 4 δάγκωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |