Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addestràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [addesˈtrare]

εκπαιδεύω

addestràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [addesˈtrarsi]

1 εκπαιδεύω
2 προπονούμαι
3 εκπαιδεύομαι
4 γυμνάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addestramento addestratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addentramento (ουσ αρσ )
addentrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addentro (επίθ.)
addestrabile (επίθ.)
addestramento (ουσ αρσ )
addestrare (ρ. μτβ.)
addestrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addestratore (ουσ αρσ )
addetto (ουσ αρσ )
addetto (επίθ.)
addì (επίρ.)
addiaccio (ουσ αρσ )
addietro (ουσ αρσ )
addio (επιφ.)
addirsi (ρ. μ. αμτβ.)
addirittura (επίρ.)
addirizzare (ρ. μτβ.)
additare (ρ. μτβ.)
additività (θηλ.ουσ)
additivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---