Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addiètro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adˈdjɛtro]

1 προηγουμένως
2 προτού
3 πριν
4 πίσω
5 όπισθεν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addiaccio addio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addestratore (ουσ αρσ )
addetto (ουσ αρσ )
addetto (επίθ.)
addì (επίρ.)
addiaccio (ουσ αρσ )
addietro (ουσ αρσ )
addio (επιφ.)
addirsi (ρ. μ. αμτβ.)
addirittura (επίρ.)
addirizzare (ρ. μτβ.)
additare (ρ. μτβ.)
additività (θηλ.ουσ)
additivo (ουσ αρσ )
additivo (επίθ.)
addivenire (ρ.αμτβ.)
addizionabile (επίθ.)
addizionale (θηλ.ουσ)
addizionale (επίθ.)
addizionare (ρ. μτβ.)
addizionatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---