Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


additàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [addiˈtare]

1 επισημαίνω
2 τονίζω
3 υπογραμμίζω
4 στρέφω (όπλο) κατά
5 δείχνω
6 οδηγώ στο συμπέρασμα
7 δείχνω με το δάκτυλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addirizzare additività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addietro (ουσ αρσ )
addio (επιφ.)
addirsi (ρ. μ. αμτβ.)
addirittura (επίρ.)
addirizzare (ρ. μτβ.)
additare (ρ. μτβ.)
additività (θηλ.ουσ)
additivo (ουσ αρσ )
additivo (επίθ.)
addivenire (ρ.αμτβ.)
addizionabile (επίθ.)
addizionale (θηλ.ουσ)
addizionale (επίθ.)
addizionare (ρ. μτβ.)
addizionatrice (θηλ.ουσ)
addizione (θηλ.ουσ)
addobbamento (ουσ αρσ )
addobbare (ρ. μτβ.)
addobbarsi (ρ.μ. (αντων.))
addobbato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---