Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addizionàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [addittsjoˈnale]

1 έξτρα φόρος
2 βαθμιαίος πρόσθετος φόρος
3 άθροιση
4 συμπληρωματικός φόρος

addizionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [addittsjoˈnale]

1 συμπληρωματικός
2 έκτακτος
3 επιπρόσθετος
4 πρόσθετος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addizionabile addizionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

additività (θηλ.ουσ)
additivo (ουσ αρσ )
additivo (επίθ.)
addivenire (ρ.αμτβ.)
addizionabile (επίθ.)
addizionale (θηλ.ουσ)
addizionale (επίθ.)
addizionare (ρ. μτβ.)
addizionatrice (θηλ.ουσ)
addizione (θηλ.ουσ)
addobbamento (ουσ αρσ )
addobbare (ρ. μτβ.)
addobbarsi (ρ.μ. (αντων.))
addobbato (επίθ.)
addobbatore (ουσ αρσ )
addobbo (ουσ αρσ )
addolcimento (ουσ αρσ )
addolcire (ρ. μτβ.)
addolcirsi (ρ. μ. αμτβ.)
addolcitivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---