Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddobbato
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [addobˈbato] 1 διανθισμένος 2 κοσμημένος 3 διακοσμημένος 4 στολισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |