Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addomesticàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [addomestiˈkabile]

1 καλλιεργήσιμος
2 εκπαιδεύσιμος
3 εξημερώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addome addomesticamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addolcitore (αρσ. επίθ και ουσ)
addolorare (ρ. μτβ.)
addolorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addolorato (επίθ.)
addome (ουσ αρσ )
addomesticabile (επίθ.)
addomesticamento (ουσ αρσ )
addomesticare (ρ. μτβ.)
addomesticarsi (ρ.μ. (αντων.))
addomesticato (επίθ.)
addomesticatore (ουσ αρσ )
addominale (αρσ. επίθ και ουσ)
addormentare (ρ. μτβ.)
addormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addormentato (επίθ.)
addormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
addossare (ρ. μτβ.)
addossarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
addosso (επίρ.)
addotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---