Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


addomesticatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [addomestikaˈtore]

δαμαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  addomesticato addominale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

addomesticabile (επίθ.)
addomesticamento (ουσ αρσ )
addomesticare (ρ. μτβ.)
addomesticarsi (ρ.μ. (αντων.))
addomesticato (επίθ.)
addomesticatore (ουσ αρσ )
addominale (αρσ. επίθ και ουσ)
addormentare (ρ. μτβ.)
addormentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
addormentato (επίθ.)
addormentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
addossare (ρ. μτβ.)
addossarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
addosso (επίρ.)
addotto (επίθ.)
addottoramento (ουσ αρσ )
addottorare (ρ. μτβ.)
addottorarsi (ρ.μ. (αντων.))
addottrinamento (ουσ αρσ )
addottrinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---