Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaddottoràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [addottoˈrare] απονέμω βαθμό σε κάποιον addottorarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [addottoˈrarsi] αποκτώ πτυχίο ή δίπλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |