Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adeguàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adeˈgware]

1 συμμορφώνω
2 εξομαλύνω
3 ρυθμίζω
4 προσαρμόζω

adeguàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [adeˈgwarsi]

1 ευθυγραμμίζομαι
2 εξοικειώνομαι
3 προσανατολίζομαι
4 συμβιβάζομαι
5 στρώνομαι
6 παίρνω από λόγια
7 συμμορφώνομαι
8 προσαρμόζομαι
9 τακτοποιούμαι
10 στρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adeguamento adeguatezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


adeguarsi alla situazione = μπαίνω σε λούκι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
adduzione (θηλ.ουσ)
ade (ουσ αρσ )
adeguabile (επίθ.)
adeguamento (ουσ αρσ )
adeguare (ρ. μτβ.)
adeguarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adeguatezza (θηλ.ουσ)
adeguato (αρσ. επίθ και ουσ)
adelfia (θηλ.ουσ)
adempibile (επίθ.)
adempiere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adempiersi (ρ. μ. αμτβ.)
adempimento (ουσ αρσ )
adempire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adenite (θηλ.ουσ)
adenoide (θηλ.ουσ)
adenoide (επίθ.)
adenoidismo (ουσ αρσ )
adenoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---