Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adeguàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [adeˈgwato]

ανάλογος (-η, -ο), ικανός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adeguatezza adelfia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adeguabile (επίθ.)
adeguamento (ουσ αρσ )
adeguare (ρ. μτβ.)
adeguarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adeguatezza (θηλ.ουσ)
adeguato (αρσ. επίθ και ουσ)
adelfia (θηλ.ουσ)
adempibile (επίθ.)
adempiere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adempiersi (ρ. μ. αμτβ.)
adempimento (ουσ αρσ )
adempire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adenite (θηλ.ουσ)
adenoide (θηλ.ουσ)
adenoide (επίθ.)
adenoidismo (ουσ αρσ )
adenoma (ουσ αρσ )
adenopatia (θηλ.ουσ)
adepto (ουσ αρσ )
aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---