Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadèpto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈdɛpto] 1 μύστης 2 βαθύς γνώστης 3 κατηχητής 4 τελεστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |