Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adèpto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈdɛpto]

1 μύστης
2 βαθύς γνώστης
3 κατηχητής
4 τελεστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adenopatia aderente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adenoide (θηλ.ουσ)
adenoide (επίθ.)
adenoidismo (ουσ αρσ )
adenoma (ουσ αρσ )
adenopatia (θηλ.ουσ)
adepto (ουσ αρσ )
aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)
adescabile (επίθ.)
adescamento (ουσ αρσ )
adescare (ρ. μτβ.)
adescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adesione (θηλ.ουσ)
adesività (θηλ.ουσ)
adesivo (ουσ αρσ )
adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---