Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadenòide
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [adeˈnɔjde] αδενοειδίτιδα adenòide επίθετο Προσφορά I.P.A.: [adeˈnɔjde] 1 αδενοειδής 2 αδενώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |