Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adempiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adempiˈmento]

1 τέλεση
2 πραγμάτωση
3 επιτυχία
4 επίτευξη
5 συντέλεση
6 υλοποίηση
7 επιτέλεση
8 εκπλήρωση
9 περάτωση
10 εκτέλεση
11 πραγματοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adempiersi adempire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adeguato (αρσ. επίθ και ουσ)
adelfia (θηλ.ουσ)
adempibile (επίθ.)
adempiere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adempiersi (ρ. μ. αμτβ.)
adempimento (ουσ αρσ )
adempire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adenite (θηλ.ουσ)
adenoide (θηλ.ουσ)
adenoide (επίθ.)
adenoidismo (ουσ αρσ )
adenoma (ουσ αρσ )
adenopatia (θηλ.ουσ)
adepto (ουσ αρσ )
aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)
adescabile (επίθ.)
adescamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---