adempiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [adempiˈmento]
1 τέλεση
2 πραγμάτωση
3 επιτυχία
4 επίτευξη
5 συντέλεση
6 υλοποίηση
7 επιτέλεση
8 εκπλήρωση
9 περάτωση
10 εκτέλεση
11 πραγματοποίηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [adempiˈmento]
1 τέλεση
2 πραγμάτωση
3 επιτυχία
4 επίτευξη
5 συντέλεση
6 υλοποίηση
7 επιτέλεση
8 εκπλήρωση
9 περάτωση
10 εκτέλεση
11 πραγματοποίηση
permalink
adempimento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android