Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adescaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [adeskaˈmento]

1 δελεασμός με κακό σκοπό
2 δέλεαρ
3 εκμαυλισμός
4 θέλγητρο
5 αποπλάνηση
6 γοητεία
7 ξελόγιασμα
8 γέμισμα (αντλίας)
9 ψάρεμα πελάτη (από πόρνη)
10 πρόκληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adescabile adescare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aderente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aderenza (θηλ.ουσ)
aderire (ρ.αμτβ.)
adermina (θηλ.ουσ)
adescabile (επίθ.)
adescamento (ουσ αρσ )
adescare (ρ. μτβ.)
adescatore (αρσ. επίθ και ουσ)
adesione (θηλ.ουσ)
adesività (θηλ.ουσ)
adesivo (ουσ αρσ )
adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)
adiabatico (επίθ.)
adiacente (επίθ.)
adiacenza (θηλ.ουσ)
adiatermano (επίθ.)
adiattinico (επίθ.)
adibire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---