Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadiacènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [adjaˈʧɛntsa] 1 περίχωρα 2 γειτνίαση 3 επαφή 4 συνάφεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |