Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adiacènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [adjaˈʧɛntsa]

1 περίχωρα
2 γειτνίαση
3 επαφή
4 συνάφεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adiacente adiatermano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adesivo (επίθ.)
adespoto (επίθ.)
adesso (επίρ.)
adiabatico (επίθ.)
adiacente (επίθ.)
adiacenza (θηλ.ουσ)
adiatermano (επίθ.)
adiattinico (επίθ.)
adibire (ρ. μτβ.)
adimensionale (επίθ.)
adinamia (θηλ.ουσ)
adipe (ουσ αρσ )
adipico (επίθ.)
adiposi (θηλ.ουσ)
adiposità (θηλ.ουσ)
adiposo (αρσ. επίθ και ουσ)
adirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adirato (επίθ.)
adire (ρ. μτβ.)
adito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---