Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adiràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [adiˈrato]

1 θυμωμένος
2 οργισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adirarsi adire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adipico (επίθ.)
adiposi (θηλ.ουσ)
adiposità (θηλ.ουσ)
adiposo (αρσ. επίθ και ουσ)
adirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adirato (επίθ.)
adire (ρ. μτβ.)
adito (επίθ.)
adocchiamento (ουσ αρσ )
adocchiare (ρ. μτβ.)
adolescente (ουσ αρσ και θηλ.)
adolescente (επίθ.)
adolescenza (θηλ.ουσ)
adombrabile (επίθ.)
adombramento (ουσ αρσ )
adombrare (ρ. μτβ.)
adombrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adone (ουσ αρσ )
adontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adoperabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---