Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadolescènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [adoleʃˈʃɛntsa] 1 νεότητα 2 ήβη 3 εφηβεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |