Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adoràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [adoˈrato]

1 αγαπητός
2 αξιολάτρευτος
3 αγαπημένος
4 αξιέραστος
5 ποθητός
6 ερατεινός
7 λατρευτός
8 αξιαγάπητος
9 εράσμιος
10 συμπαθής
11 πολυθέλγητρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adorare adoratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adoperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adoperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adorabile (επίθ.)
adorabilità (θηλ.ουσ)
adorare (ρ. μτβ.)
adorato (αρσ. επίθ και ουσ)
adoratore (ουσ αρσ )
adorazione (θηλ.ουσ)
adornabile (επίθ.)
adornamento (ουσ αρσ )
adornare (ρ. μτβ.)
adornarsi (ρ.μ. (αντων.))
adornato (επίθ.)
adorno (ουσ αρσ )
adottabile (επίθ.)
adottante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
adottare (ρ. μτβ.)
adottato (αρσ. επίθ και ουσ)
adottazione (θηλ.ουσ)
adottivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---