ItalianoGreco


adoràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [adoˈrato]

1 αγαπητός
2 αξιολάτρευτος
3 αγαπημένος
4 αξιέραστος
5 ποθητός
6 ερατεινός
7 λατρευτός
8 αξιαγάπητος
9 εράσμιος
10 συμπαθής
11 πολυθέλγητρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---