Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadornaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adornaˈmento] 1 διακόσμηση 2 ντεκόρ 3 στολισμός 4 στόλισμα 5 διάκοσμος 6 εξωραὶσμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |