Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adórno1  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈdorno]

1 ωριόπλουμος
2 στολισμένος
3 διακοσμημένος
4 πλουμιστός
5 φανταχτερός
6 περίκομψος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adornato adottabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adornabile (επίθ.)
adornamento (ουσ αρσ )
adornare (ρ. μτβ.)
adornarsi (ρ.μ. (αντων.))
adornato (επίθ.)
adorno (ουσ αρσ )
adottabile (επίθ.)
adottante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
adottare (ρ. μτβ.)
adottato (αρσ. επίθ και ουσ)
adottazione (θηλ.ουσ)
adottivo (επίθ.)
adozione (θηλ.ουσ)
adragante (ουσ αρσ )
adrenalina (θηλ.ουσ)
adrenergico (επίθ.)
adsorbimento (ουσ αρσ )
adsorbire (ρ. μτβ.)
adulare (ρ. μτβ.)
adulatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---