Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadórno1
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈdorno] 1 ωριόπλουμος 2 στολισμένος 3 διακοσμημένος 4 πλουμιστός 5 φανταχτερός 6 περίκομψος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |