adórno1
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [aˈdorno]
1 ωριόπλουμος
2 στολισμένος
3 διακοσμημένος
4 πλουμιστός
5 φανταχτερός
6 περίκομψος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [aˈdorno]
1 ωριόπλουμος
2 στολισμένος
3 διακοσμημένος
4 πλουμιστός
5 φανταχτερός
6 περίκομψος
permalink
adorno (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android