Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adornàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adorˈnare]

1 κοσμώ
2 καλλωπίζω
3 διανθίζω
4 εξωραΐζω
5 ποικίλλω
6 ωραιοποιώ
7 περικοσμώ
8 πλουμίζω
9 στολίζω
10 διακοσμώ

adornarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [adorˈnarsi]

1 ευπρεπίζομαι
2 εξωραΐζομαι
3 στολίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adornamento adornato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adorato (αρσ. επίθ και ουσ)
adoratore (ουσ αρσ )
adorazione (θηλ.ουσ)
adornabile (επίθ.)
adornamento (ουσ αρσ )
adornare (ρ. μτβ.)
adornarsi (ρ.μ. (αντων.))
adornato (επίθ.)
adorno (ουσ αρσ )
adottabile (επίθ.)
adottante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
adottare (ρ. μτβ.)
adottato (αρσ. επίθ και ουσ)
adottazione (θηλ.ουσ)
adottivo (επίθ.)
adozione (θηλ.ουσ)
adragante (ουσ αρσ )
adrenalina (θηλ.ουσ)
adrenergico (επίθ.)
adsorbimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---