Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόadoratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [adoraˈtore] 1 θιασώτης 2 πιστός 3 θαυμαστής 4 ιεροφάντης 5 ζηλωτής 6 λάτρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |