Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adoperàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [adopeˈrare]

μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ

adoperàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [adopeˈrarsi]

1 αντιπαλεύω
2 αντιμάχομαι
3 μπαίνω σε κόπο
4 προσπαθώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adoperabile adorabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adombrare (ρ. μτβ.)
adombrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adone (ουσ αρσ )
adontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adoperabile (επίθ.)
adoperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adoperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adorabile (επίθ.)
adorabilità (θηλ.ουσ)
adorare (ρ. μτβ.)
adorato (αρσ. επίθ και ουσ)
adoratore (ουσ αρσ )
adorazione (θηλ.ουσ)
adornabile (επίθ.)
adornamento (ουσ αρσ )
adornare (ρ. μτβ.)
adornarsi (ρ.μ. (αντων.))
adornato (επίθ.)
adorno (ουσ αρσ )
adottabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---