Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈdone]

Άδωνις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adombrarsi adontarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adolescenza (θηλ.ουσ)
adombrabile (επίθ.)
adombramento (ουσ αρσ )
adombrare (ρ. μτβ.)
adombrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adone (ουσ αρσ )
adontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adoperabile (επίθ.)
adoperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adoperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adorabile (επίθ.)
adorabilità (θηλ.ουσ)
adorare (ρ. μτβ.)
adorato (αρσ. επίθ και ουσ)
adoratore (ουσ αρσ )
adorazione (θηλ.ουσ)
adornabile (επίθ.)
adornamento (ουσ αρσ )
adornare (ρ. μτβ.)
adornarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---