Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


adorabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [adorabiliˈta]

ιδιότητα του λατρευτού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  adorabile adorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

adontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adoperabile (επίθ.)
adoperare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
adoperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
adorabile (επίθ.)
adorabilità (θηλ.ουσ)
adorare (ρ. μτβ.)
adorato (αρσ. επίθ και ουσ)
adoratore (ουσ αρσ )
adorazione (θηλ.ουσ)
adornabile (επίθ.)
adornamento (ουσ αρσ )
adornare (ρ. μτβ.)
adornarsi (ρ.μ. (αντων.))
adornato (επίθ.)
adorno (ουσ αρσ )
adottabile (επίθ.)
adottante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
adottare (ρ. μτβ.)
adottato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---